- πανάζωστος
- παν-άζωστος, ον,A unarmed, ὤμοσαν ἀγελάοι π. SIG527.11 (Crete, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανάζωστος — πανάζωστος, ον (Α) εντελώς άοπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄζωστος] … Dictionary of Greek